- συμπεραντικως
- συμπεραντικῶςσυμ-περαντικῶςв виде умозаключения, в порядке вывода
(εἰπεῖν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰπεῖν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπεραντικῶς — συμπεραντικός tending to a conclusion adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεραντικός — ή, όν, Μ [συμπεραίνω] αυτός που χρησιμεύει στην εξαγωγή συμπεράσματος. επίρρ... συμπεραντικῶς Α με τη μορφή συμπεράσματος … Dictionary of Greek